ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
μες στο ποτήρι μου βουτάω και πνίγομαι, γύρω μου πάγοι
καμένα δάχτυλα που συγκρατούνε σβηστό τσιγάρο
πίσω από τα τσίνορα να αδειάσουν θέλουνε χίλια πελάγη
φεύγει το πάτωμα ανοίγει η κόλαση και εγώ μπαταρω
σκοινί ,σαπούνι , μία καρέκλα και μία κουκούλα
ένας παπάς ένας λοχίας και ένας φαντάρος
μία σερβιτόρα γριά και αλλόκοτη σαν τον μπαμπούλα
σκίζει την νύχτα μου με ένα δρεπάνι και μπαίνει ο χάρος
μέσα στον τρόμο μου φωνάζω ''ξύπνησε όνειρο είναι''
κάποιος μου τσούγκρισε καί μου είπε ''γεία μας, σκάσε και πίνε''
πώς ξαναβρέθηκα κάτω από το δέντρο !!! δυό με κρατούσαν
κάποιος μου τέντωνε πίσω στο σβέρκο μου μία θηλιά
έξω από το σώμα μου στο δέντρο έβλεπα που με κρεμούσαν
και σπαρταρούσα όπως το ψάρι χωρίς μιλιά
''ξύπνα'' εφώναξα ''όνειρο είναι δεν έχει γίνει''
''να μην το πίνεις'' κάποιος μουρμούρισε ''αφού σε πίνει''
μέσα στο όνειρο μπαινω και βγαίνω μα δεν ξυπνάω
τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέματα πια δεν με νοιάζει
και με κρεμάσανε και ήπια μία θάλασσα μα και διψάω
σβήνω την κόλαση μές στο ποτήρι μου που όλο αδειάζει
''κοιμήσου αγόρι μου τα χέρια τύλιξε στο μαξιλάρι
καί μην ξυπνήσεις μέσα στήν κολαση ποτέ μακάρι''
Α.Π.