ΤΟΝ ΛΕΝΕ ''ΚΑΝΕΝΑ''
Χίλια σκοτάδια και σκιές σαν τα θεριά γρυλίζουν
την κόκκινη άμμο του νοτιά ο αέρας ανεμίζει
πίσω από τις γρίλιες οι γριές κοιτάζουν και σαστίζουν
τον ματωμένο ουρανό που δαίμονες φεγγίζει
Τον λέν' ,Κανένα, και αν ζει ή αν πέθανε κανένας δεν το ξέρει
Άλλοι λέν' λιώνει στη δουλειά και άλλοι στο χασομέρι
Ακουσε την ανάσα του ,γυρίζει και τον βλέπει
σαν το χρυσάφι έλαμψε η λάμα που κρατούσε
τα χέρια ούτε που πρόλαβε να βγάλει από την τσέπη
μόνο το αίμα απ' το λαιμό που έτρεχε ,κοιτούσε
Τον λέν' Κανένα και με αλυσίδες τις θάλασσές του σέρνει
και πίνει τους ωκεανούς, πάνω στο μπαρ ,που γέρνει
Το αίμα του τον έπνιξε και μέσα απ' τήν πληγή του
ένα ποτάμι έτρεξε μαύρο όπως την πίσσα
στα δύο του πόδια στάθηκε το γέρικο σκυλί του
και όση σάρκα έβρισκε τήν δάγκωνε με λύσσα
Τον λέν΄Κανένα , και αν δεν τον ξέρεις δεν θα σε μάθει
είπαν πως κρύβεται μέσ' σε χειρόγραφα γιομάτα λάθη
Κοιτάζει το ποτήρι του όμως δεν βλέπει αίμα
μά τα παγάκια που έλιωναν αργά όπως το βράδυ
ακόμα και ο θάνατος ήταν καί εκείνος ψέμα
οπως τα λάγνα λόγια της και το γλυκό της χάδι
Τον λέν' ,Κανένα ,και στην εξίσωση δεν είναι το ζητούμενο
ομως ξένε ,στην πρόσθεση είν' το ενα το κρατούμενο
Α.Π.
σαν το σκοτάδι πέσει