ΣΤΟΝ ΦΑΡΟ
το σκουριασμένο μου γέλιο φορώντας
με ένα μπουκέτο λουλούδια ξερά στο μετέωρο χέρι
πίσω απ' το τζάμι που ο χρόνος θολώνει , κοιτάζω σιωπώντας
και τα καλά μου εχω βαλει λες κάποιος και θά΄ ρθει ,μες το λασπονέρι
ερειπωμένος στους βράχους ο φάρος , σωρός πέτρες πιά
ο φαροφύλακας γέρος σε κάποιο υπόγειο λιώνει
στις ξέρες κάτω απ' τον φάρο καΐκι σπασμένο κα σάπια πανιά
και ένα συρτό μοιρολόι τριγύρω καθέ πού νυχτώνει
με έναν κρότο η σιωπή δραπετεύει και ο χρόνος ραγίζει
η καταιγίδα ξεσπάει τό κύμα αφρίζει στον βράχο
με ένα σάπιο καΐκι ένας γέρος στον φάρο γυρίζει
πίσω από το τζάμι κουφάρι έχει μείνει ένα σώμα μονάχο
μέσα στη νύχτα η αστραπή τα ερείπια του φάρου φωτίζει
προτού να πέσει στα βράχια ένα πλοίο πορεία αλλάζει
μές'στο σπασμένο καΐκι ένας γέρος κοιτάει και δακρύζει
ξέρει πώς μόνος στο κύμα θα σβήσει μα δεν τον νοιάζει
'ενα μπουκέτο λουλούδια ξερά ακόμα στο χέρι κρατάω
το σκουριασμένο μου γέλιο ακόμα φοράω στα χείλη
πίσω από το τζάμι πού ο χρόνος θολώνει ακόμη κοιτάω
μη και ένας γέρος γυρίσει στό σπίτι ξανά κάποιο δείλι
Α.Π.