ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟΙ
Μου λέει θα αργήσω και να μην την περιμένω
με τον Ιούδα στο φιλί της κρεμασμένο
το βλέμμα της μες στον καθρέφτη συναντάω
μονάχα εκεί αντέχω πια να την κοιτάω
Μου λέει πως έχει φαγητό μες στο ψυγείο
την πόρτα ανοίγει , ένα νεύμα και ένα αντίο
στην πολυθρόνα με μια ναρκωμένη θλίψη
καιρό έχει φύγει μα ποτέ δεν μου έχει λείψει
Πάνω στο δέρμα μου τα χάδια έχουν σκουριάσει
που για χρυσάφι τα είχα κάποτε αγοράσει
και το φιλί μου έχει πίσσα και σκοτάδι
και η αγκαλιά μου ερειπωμένη , ένα ρημάδι
Σαν δύο ξένοι , ένας στην στάση , ο άλλος στο τρένο
αυτή ανεβαίνει , εγώ συνέχεια κατεβαίνω
σαν δύο φύλλα σε ένα δέντρο στο λιβάδι
το ένα θροΐζει , το άλλο έπεσε ένα βράδυ
Μέσα στον ίδιον εφιάλτη εγκλωβισμένοι
για χρόνια τώρα
δύο φωτιές που τις κατάβρεξε με άγρια μανία
η ίδια μπόρα
Α.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου