Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

ΘΟΡΥΒΟΣ

ΘΟΡΥΒΟΣ

Εκείνη την ευχή που θα  έκανα στην γιορτή σου....
Εκείνο το φιλί που θα σου έδινα κάθε φορά που θα συναντιόμαστε στο σπίτι μετά από μία σκληρή μέρα δουλειάς....
 Εκείνη την αγκαλιά που θα κρυβόσουν μέσα της κάθε φορά που θα ένιωθες την απειλή από τους ανθρώπους γύρω σου....
Εκείνο το χάδι που θα σου γιάτρευε τις ρυτίδες και που θα σε έκανε να νιώθεις πάλι παιδί....
Εκείνο το ταξίδι που θα σχεδιάζαμε μία βροχερή μέρα του χειμώνα αγκαλιά κάτω από τις κουβέρτες....
 Εκείνο το όνειρο σου που θα το μάζευα και θα το ζέσταινα και  θα το κράταγα ζωντανό κάθε φορά που θα το πέταγες στο χιόνι όταν ήσουν απογοητευμένη κουρασμένη και νικημένη...
Εκείνο τον δρόμο που θα τον βαδίζαμε πιασμένοι χέρι-χέρι για να μην είμαστε μόνοι όταν φτάσουμε στο τέλος του...
Εκείνη την ζωή  που δεν ζήσαμε μαζί...
Εκεινη την προδοσία που δεν την έκαναν προδότες μα προδομένοι...
Εκείνο το ''σ'αγαπώ ''που δεν μας χώρεσε γιατί ήταν πολύ μεγάλο το εγώ μας...

έγιναν όλα ένας  κολασμένος θόρυβος ρουφηγμένος από την μαύρη τρύπα της σιωπής

Α.Π.

Κυριακή 17 Μαΐου 2020

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΒΗΜΑ

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΒΗΜΑ


Και έγινε πια τόσο εύκολο
οι καταιγίδες έπαψαν να σε τρομάζουν
σε αθώωσαν και πια δεν σε δικάζουν
οι βροχές
περνάνε οι μέρες δίχως να σε αγγίζουν
και όλες οι νύχτες πια  δεν σε γνωρίζουν
και οι εποχές

Άλλο ένα βήμα πιο μακριά απ' το άπειρο
άλλο ένα βήμα πιο κοντά στο τίποτα

Κλωσάς τα κλούβια αυγά μέσ' στο καλάθι
λάθος που το έκρυψες μέσα στα λάθη
σε άδειες λέξεις
την  αντανάκλαση σου στον καθρέφτη μουτζουρώνεις
και όσο όσο γιά ένα άλλο είδωλο πληρώνεις
να το αντιγράψεις
άφησες τα όνειρα ανοιχτά  να ξεθυμάνουν
γεύση καμιά να μη σου αφήσουν σαν πεθάνουν
να μην τα κλάψεις

Άλλο ένα βήμα πιο μακριά απ' το άπειρο
άλλο ένα βήμα πιο κοντά στο τίποτα

Και έγινε πια τόσο εύκολο
όσα δεν έχεις δεν σε νοιάζει αν τελειώσουν
και όσα ξεχάσεις δεν φοβάσαι μην στοιχειώσουν
λευκή σελίδα
έμαθες να φυλάγεσαι κι'από όσους σε έχουνε ξεχάσει
γιατί η αγάπη περιμένει να σε ξελογιάσει
και είναι παγίδα

Άλλο ένα βήμα πιο μακριά απ' το άπειρο
άλλο ένα βήμα πιο κοντά στο τίποτα

Α.Π.








Τρίτη 12 Μαΐου 2020

στο κατακάθι του καφε

στο κατακάθι του καφε

μία μαϊμού τυλιγμένη σφιχτά στο λαιμό μου με πνίγει
μία οχιά μού γεμίζει τις φλέβες φαρμάκι
ένα αγρίμι με τα νύχια δύο τρύπες στα μάτια μου ανοίγει
και καρφώνει στο στήθος μου μέσα, το βρώμικο ράμφος του, ένα κοράκι

μα έχω ακόμη τα χέρια μου μέσα στις τσέπες αφήσει
λες και δεν μένω πιά μέσα σε τούτο το σώμα
λες και ήταν κλουβί και η ψυχή  μου πουλί που πετάρισε και δεν θα γυρίσει
σαν να άνοιξε μία πληγή στο ουράνιο τόξο και έχασε όλο το χρώμα

 Οι πλατείες γεμίσαν με κόσμο,τα αγρίμια στο δάσος γυρίζουν
 και ο φόβος σαν κερί που έχει λιώσει απ' τον ήλιο του Μάη
στις αυλές ,στα μπαλκόνια ,τα λουλούδια στις γλάστρες τα κορίτσια  ποτίζουν
και ο παπάς τις καμπάνες χτυπά στο ξωκλήσι και ξανά  λειτουργάει

μα εγώ έχω ακόμη τα χέρια μου μέσα στις τσέπες αφήσει
και σαν ρούχο το σώμα μου πεταμένο με τα άπλυτα μες στο καλάθι
κάποιος στίχος τι σκέψεις  μου όμως ξεπλένει στου νιπτήρα την βρύση
και μετά λες τη μούσα γυρεύει να βρεί στου καφέ μέσα το κατακάθι

Α.Π.







Σάββατο 9 Μαΐου 2020

FLORETTA

FLORETTA


σε μία Floretta πάνω ,ήρθε έξω από τη σκέψη μου και άρχισε να μαρσάρει
φορούσε ένα τζιν στενό ,ένα μπλουζάκι αμάνικο  και στο λαιμό φουλάρι
έναν στυλό μου πέταξε και μου είπε '' είναι μαγικός  τον χρόνο μακιγιάρει''
'' και βάλε στα στιχάκια σου , δρόμο από τη γη που ξεκινά και φτάνει στο φεγγάρι''

Sante άφιλτρο μου πρόσφερε και με ένα σπίρτο το άναψε που ήταν μισό βρεγμένο
και εγώ απ'η φόδρα έβγαλα ένα μπουκάλι με κονιάκ που είχα φυλαγμένο
μεσα στο walkman έβαλα μιά εξηντάρα TDK κασέτα  λατρεμένη
που η μπαλάντα που έγραψα για εκείνη , στην ταινία της κρύβεται πικραμένη


ύστερα στην Floretta του, μου ζήτησε να ανέβω ,   την τριταχυτη
για μία κούρσα στα σύννεφα , δικάβαλο ,   ωραίοι και απροσμάχητοι
 ένα όνειρο απόσταση , είναι απ' τη γη στον ουρανό απάνω στη Floretta
κι άμα διψάσουμε  κονιάκ , κι άμα πεινάσουμε στα δυό μία ΙΟΝ σοκοφρέτα

Α.Π.

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020


ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΤΙΔΑ ΤΑΒΛΙ

Στο μικρό καφενείο επικράτησε μία νεκρική σιγή
Ο Γεράσιμος κουνούσε  μες στην χούφτα τα ζάρια κοιτώντας τον αντίπαλό του ,τον Σπύρο, στα μάτια.
Πάνω από τους ώμους τους ,με τις τρίχες σηκωμένες από την αγωνία, ο Μπάμπης και ο Νώντας περίμεναν για τη ζαριά που ίσως  έκρινε τον νικητή.
- Λίγο πιο εκεί ,μακριά από την πρώτη γραμμή, καθόμουν και εγώ έχοντας επικεντρωθεί να κοιτάω τον Σπύρο που ήξερα πως είναι ο πιο νευρικός και αυτός που βγαίνει συνήθως εκτός ελέγχου .
Δεν μπορούσα να δω καθαρά μέσα στο τάβλι  και έτσι δεν ήξερα ποια ζαριά βολεύει τον έναν και ποιά τον άλλον.
 Φωνάζοντας '' Εμπρός καλές μου εξάρες ''  με την χροιά της φωνής του γεμάτη πίστη,  ο Γεράσιμος  αφήνει τα ζάρια να κυλήσουν.
- Πω πω πεντε δυο''''  φωνάζει ο Μπάμπης τον έσκισε ο Γερασιμος'' .
- ''Κοίτα ρε φάρδος που έχει ο Σπυρος'' φωνάζει ο Νώντας.
Όμως την ίδια στιγμή  ο Γεράσιμος και ο Σπύρος έχουν σηκωθεί και ωρύονται με τα χέρια ψηλά και με τις παλάμες ανοιχτές να μουτζώνουν τον ουρανό ,φωνάζοντας ''φτου σου ρε πουτ@να γκίνια''.
Εγώ τότε ,που δεν γνωρίζω και πολλά από τάβλι για μία στιγμή σκέφτηκα ότι θα υπάρχει και ζαριά στο τάβλι που χάνουν και οι δύο παίκτες.
Α.Π.
Πω πω ζέστη

Ο Μεμάς σήκωσε το τηλέφωνο αφού πρώτα κοίταξε στην αναγνώριση και είδε ότι ήταν ο Ζόραν ο ξεναγός. Ο υπεύθυνος για το γκρουπ των τουριστών στα ενοικιαζόμενα δωμάτια του
-Come on, tell me.
Την ίδια στιγμή θυμήθηκε ότι ο Ζόραν απαιτούσε να του μιλάς στα ελληνικά γιατί ήθελε να μάθει τη γλώσσα. Οπότε προσπαθώντας να το διορθώσει ξαναρώτησε
- Έλα Ζόραν πες μου τι μπορώ να κάνω
-κύριος Μεμά σε παρακαλώ το πελάτες στο ντωμάτιο νούμερο 3  ήτελαν ένα διπλή κουβέρτα
- Αλήθεια..?? Ήδη έχουν μία !! Με 36 βαθμούς και θελουν και άλλη ??  Εντάξει θα το πω στην καθαρίστρια
Την άλλη μέρα όμως ο Ζόραν τον ξαναπήρε τηλέφωνο και φαινόταν λίγο θυμωμένος
- Το νούμερο 3 τέλει ένα   ντιπλή κουβέρτα ...Τώρα με πήραν τηλέφωνο .Γιατί ντεν έχετε βάλει ?
- Μα ρώτησα την καθαρίστρια και μου είπε ότι εχθές έβαλε . Τέλος πάντων θα τους βάλω άλλη μία αλλά θα σκάσουν
Όμως και την επόμενη μέρα το ίδιο .Ο Ζόραν θυμωμένος να τον επιπλήττει γιατί δεν έχει βάλει ακόμα την κουβέρτα..
- Την είδα με τα μάτια μου την καθαρίστρια που πήγαινε στο δωμάτιο 3 την κουβέρτα .Έχουν ήδη τρεις . Με με τόση ζέστη θα τους βρούμε σκασμένους βρε Ζόραν...
- Τι να πω !! αφού τέλουν πρέπει   ντώσεις...
- Καλά αλλά αυτή τη φορά θα τους περιμένω να γυρίσουν από το μπάνιο και να τους ρωτήσω γιατί αυτό το πράγμα δεν έχει καμία λογική
Έτσι ο Μεμάς έμεινε στα δωμάτια μέχρι τις 5 το απόγευμα ώσπου τελικά τους είδε να γυρίζουν από την θάλασσα .Αφού τους χαιρέτησε τους ρώτησε γιατί χρειάζονται τόσες πολλές κουβέρτες
Εκείνοι τον κοίταξαν παράξενα και του ανταπάντησαν ότι την ίδια απορία είχαν και αυτοί. Γιατί κάθε μέρα τους βάζουν και από μία κουβέρτα .Με τέτοια ζέστη..
-Μα εσύ τις ζητήσατε.. Ο Ζόραν κάθε μέρα με έπαιρνε τηλέφωνο ότι θέλετε κι άλλη κουβέρτα.
-Μα όχι ...Εμείς ένα διπλό σεντόνι ακόμα θέλαμε ,γιατί έχουμε μάθει να κοιμόμαστε πιο άνετα έχοντας ο καθένας  το δικό του σεντόνι του. Και αντί αυτού  γεμίσατε το δωμάτιο μες τον καύσωνα με κουβέρτες . Κάθε μέρα και άλλη... αφού φοβηθήκαμε .Νομίζαμε ότι έχουμε να κάνουμε με τρελούς..
Τότε κατάλαβε. Έφταιγαν τα ελληνικά του Ζόραν. Είχε μπερδέψει την κουβέρτα με το σεντόνι
Α.Π.

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Πριν μπει στο σούπερ μάρκετ έβγαλε από την τσέπη τα λίγα κέρματα των δέκα λεπτών που είχε, και με ανακούφιση είδε πως συμπλήρωνε το ποσόν που χρειαζόταν ,για να πάρει ένα μικρό ψωμί.
Ομως βαθιά μέσα του ήξερε, πως η ανακούφιση που ένιωθε ήταν γιατί θα είχε την ευκαιρία να την ξαναδεί.
Βιαστικά πήρε το πρώτο καρβέλι που βρήκε και στάθηκε μπροστά από το ταμείο .
Τα πάντα γύρω του δεν είχαν πια σημασία , όλος ο κόσμος ξαφνικά έγινε εκείνη ,το υπέροχο μελαχρινό κορίτσι,  πίσω από την  ταμειακή μηχανή.
 Σαν να ήταν ένας μικρός λαμπερός ήλιος  που έλαμπε μπροστά από τα τσιγάρα που ήταν στο ράφι πίσω της.
-'' Ένα ευρώ και δέκα λεπτά παρακαλω'' .
 Άδειασε  πάνω στο ταμείο τα κέρματα που είχε στη χούφτα του.
-''Σας ευχαριστώ ''του είπε εκείνη  , και έστρεψε το βλέμμα της αλλού.
Αυτός έμεινε εκεί να την κοιτάει ,λες και έιχε παγώσει ο χρόνος.
- ''Θέλετε κάτι άλλο ; '' του είπε φανερά ενοχλημένη .
- '' Θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα και να σας κοιτάζω.. και μόνο αυτό θα μου ήταν αρκετό '' της είπε.
Τον κοίταξε περιφρονητικά
- ''  Δεν νομίζω πως θα το άντεχα αυτό ούτε για λίγα δευτερόλεπτα.. ''
Φεύγοντας νόμισε πως την άκουσε να  γελάει.
 Περπάτησε πάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσει στο σπίτι του και τα γέλια εκείνα λες και τον είχανε πάρει στο κατόπι
Έσπρωξε με το πόδι την πόρτα να την κλείσει, πέταξε το ψωμί πάνω στο τραπέζι και έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι με  τις παλάμες στα μάτια του ,προσπαθώντας να κρυφτεί από το φως.
Ένιωθε τόσο ευάλωτος
Γιατί χωρίς να το θέλει, μαζί με τα λίγα λόγια που της ειπε , της έδωσε και το κλειδί της ψυχής του.
 Και δεν θα μπορέσει να νιώσει ξανά ποτέ ασφαλής μέσα στον κλειδωμένο του κόσμο....

Α.Π.

ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

Αυτό ήταν το δικό του ξύλινο κάστρο.
Το παλιό παγκάκι στην άκρη του χορταριασμένου  μονοπατιού..
Από εκεί ψηλά μπορούσε να κοιτάζει την πόλη και το λιμάνι της , την παλιά πέτρινη γέφυρα και τον φάρο .
Δυο-τρεις σανίδες είχαν απομείνει  και οι σκουριασμένες πρόκες που τις συγκρατούσαν, πολεμώντας με τον χρόνο.
Ακόμη όμως μπορούσε να δει σε μία από αυτές χαραγμένο το όνομά της ..
Δεν τόλμησε ποτέ να γράψει το δικό του δίπλα στο δικό της.
Δεν θα το άντεχε αυτό το ψέμα ..
Ο ήλιος λίγο πριν βυθιστεί στη θάλασσα έβαψε με αίμα τα σύννεφα .
Η τελευταία του ήλιου αχτίδα έπεσε στην σάπια σανίδα ,εκεί στο κενό δίπλα στο όνομα της, εκεί που θα έπρεπε να είναι και το δικό του








Α.Π.