στο κατακάθι του καφε
μία μαϊμού τυλιγμένη σφιχτά στο λαιμό μου με πνίγει
μία οχιά μού γεμίζει τις φλέβες φαρμάκι
ένα αγρίμι με τα νύχια δύο τρύπες στα μάτια μου ανοίγει
και καρφώνει στο στήθος μου μέσα, το βρώμικο ράμφος του, ένα κοράκι
μα έχω ακόμη τα χέρια μου μέσα στις τσέπες αφήσει
λες και δεν μένω πιά μέσα σε τούτο το σώμα
λες και ήταν κλουβί και η ψυχή μου πουλί που πετάρισε και δεν θα γυρίσει
σαν να άνοιξε μία πληγή στο ουράνιο τόξο και έχασε όλο το χρώμα
Οι πλατείες γεμίσαν με κόσμο,τα αγρίμια στο δάσος γυρίζουν
και ο φόβος σαν κερί που έχει λιώσει απ' τον ήλιο του Μάη
στις αυλές ,στα μπαλκόνια ,τα λουλούδια στις γλάστρες τα κορίτσια ποτίζουν
και ο παπάς τις καμπάνες χτυπά στο ξωκλήσι και ξανά λειτουργάει
μα εγώ έχω ακόμη τα χέρια μου μέσα στις τσέπες αφήσει
και σαν ρούχο το σώμα μου πεταμένο με τα άπλυτα μες στο καλάθι
κάποιος στίχος τι σκέψεις μου όμως ξεπλένει στου νιπτήρα την βρύση
και μετά λες τη μούσα γυρεύει να βρεί στου καφέ μέσα το κατακάθι
Α.Π.
μία μαϊμού τυλιγμένη σφιχτά στο λαιμό μου με πνίγει
μία οχιά μού γεμίζει τις φλέβες φαρμάκι
ένα αγρίμι με τα νύχια δύο τρύπες στα μάτια μου ανοίγει
και καρφώνει στο στήθος μου μέσα, το βρώμικο ράμφος του, ένα κοράκι
μα έχω ακόμη τα χέρια μου μέσα στις τσέπες αφήσει
λες και δεν μένω πιά μέσα σε τούτο το σώμα
λες και ήταν κλουβί και η ψυχή μου πουλί που πετάρισε και δεν θα γυρίσει
σαν να άνοιξε μία πληγή στο ουράνιο τόξο και έχασε όλο το χρώμα
Οι πλατείες γεμίσαν με κόσμο,τα αγρίμια στο δάσος γυρίζουν
και ο φόβος σαν κερί που έχει λιώσει απ' τον ήλιο του Μάη
στις αυλές ,στα μπαλκόνια ,τα λουλούδια στις γλάστρες τα κορίτσια ποτίζουν
και ο παπάς τις καμπάνες χτυπά στο ξωκλήσι και ξανά λειτουργάει
μα εγώ έχω ακόμη τα χέρια μου μέσα στις τσέπες αφήσει
και σαν ρούχο το σώμα μου πεταμένο με τα άπλυτα μες στο καλάθι
κάποιος στίχος τι σκέψεις μου όμως ξεπλένει στου νιπτήρα την βρύση
και μετά λες τη μούσα γυρεύει να βρεί στου καφέ μέσα το κατακάθι
Α.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου