ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
Πριν μπει στο σούπερ μάρκετ έβγαλε από την τσέπη τα λίγα κέρματα των δέκα λεπτών που είχε, και με ανακούφιση είδε πως συμπλήρωνε το ποσόν που χρειαζόταν ,για να πάρει ένα μικρό ψωμί.
Ομως βαθιά μέσα του ήξερε, πως η ανακούφιση που ένιωθε ήταν γιατί θα είχε την ευκαιρία να την ξαναδεί.
Βιαστικά πήρε το πρώτο καρβέλι που βρήκε και στάθηκε μπροστά από το ταμείο .
Τα πάντα γύρω του δεν είχαν πια σημασία , όλος ο κόσμος ξαφνικά έγινε εκείνη ,το υπέροχο μελαχρινό κορίτσι, πίσω από την ταμειακή μηχανή.
Σαν να ήταν ένας μικρός λαμπερός ήλιος που έλαμπε μπροστά από τα τσιγάρα που ήταν στο ράφι πίσω της.
-'' Ένα ευρώ και δέκα λεπτά παρακαλω'' .
Άδειασε πάνω στο ταμείο τα κέρματα που είχε στη χούφτα του.
-''Σας ευχαριστώ ''του είπε εκείνη , και έστρεψε το βλέμμα της αλλού.
Αυτός έμεινε εκεί να την κοιτάει ,λες και έιχε παγώσει ο χρόνος.
- ''Θέλετε κάτι άλλο ; '' του είπε φανερά ενοχλημένη .
- '' Θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα και να σας κοιτάζω.. και μόνο αυτό θα μου ήταν αρκετό '' της είπε.
Τον κοίταξε περιφρονητικά
- '' Δεν νομίζω πως θα το άντεχα αυτό ούτε για λίγα δευτερόλεπτα.. ''
Φεύγοντας νόμισε πως την άκουσε να γελάει.
Περπάτησε πάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσει στο σπίτι του και τα γέλια εκείνα λες και τον είχανε πάρει στο κατόπι
Έσπρωξε με το πόδι την πόρτα να την κλείσει, πέταξε το ψωμί πάνω στο τραπέζι και έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι με τις παλάμες στα μάτια του ,προσπαθώντας να κρυφτεί από το φως.
Ένιωθε τόσο ευάλωτος
Γιατί χωρίς να το θέλει, μαζί με τα λίγα λόγια που της ειπε , της έδωσε και το κλειδί της ψυχής του.
Και δεν θα μπορέσει να νιώσει ξανά ποτέ ασφαλής μέσα στον κλειδωμένο του κόσμο....
Α.Π.
ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ
Αυτό ήταν το δικό του ξύλινο κάστρο.
Το παλιό παγκάκι στην άκρη του χορταριασμένου μονοπατιού..
Από εκεί ψηλά μπορούσε να κοιτάζει την πόλη και το λιμάνι της , την παλιά πέτρινη γέφυρα και τον φάρο .
Δυο-τρεις σανίδες είχαν απομείνει και οι σκουριασμένες πρόκες που τις συγκρατούσαν, πολεμώντας με τον χρόνο.
Ακόμη όμως μπορούσε να δει σε μία από αυτές χαραγμένο το όνομά της ..
Δεν τόλμησε ποτέ να γράψει το δικό του δίπλα στο δικό της.
Δεν θα το άντεχε αυτό το ψέμα ..
Ο ήλιος λίγο πριν βυθιστεί στη θάλασσα έβαψε με αίμα τα σύννεφα .
Η τελευταία του ήλιου αχτίδα έπεσε στην σάπια σανίδα ,εκεί στο κενό δίπλα στο όνομα της, εκεί που θα έπρεπε να είναι και το δικό του
Α.Π.
Πριν μπει στο σούπερ μάρκετ έβγαλε από την τσέπη τα λίγα κέρματα των δέκα λεπτών που είχε, και με ανακούφιση είδε πως συμπλήρωνε το ποσόν που χρειαζόταν ,για να πάρει ένα μικρό ψωμί.
Ομως βαθιά μέσα του ήξερε, πως η ανακούφιση που ένιωθε ήταν γιατί θα είχε την ευκαιρία να την ξαναδεί.
Βιαστικά πήρε το πρώτο καρβέλι που βρήκε και στάθηκε μπροστά από το ταμείο .
Τα πάντα γύρω του δεν είχαν πια σημασία , όλος ο κόσμος ξαφνικά έγινε εκείνη ,το υπέροχο μελαχρινό κορίτσι, πίσω από την ταμειακή μηχανή.
Σαν να ήταν ένας μικρός λαμπερός ήλιος που έλαμπε μπροστά από τα τσιγάρα που ήταν στο ράφι πίσω της.
-'' Ένα ευρώ και δέκα λεπτά παρακαλω'' .
Άδειασε πάνω στο ταμείο τα κέρματα που είχε στη χούφτα του.
-''Σας ευχαριστώ ''του είπε εκείνη , και έστρεψε το βλέμμα της αλλού.
Αυτός έμεινε εκεί να την κοιτάει ,λες και έιχε παγώσει ο χρόνος.
- ''Θέλετε κάτι άλλο ; '' του είπε φανερά ενοχλημένη .
- '' Θα μπορούσα να μείνω εδώ για πάντα και να σας κοιτάζω.. και μόνο αυτό θα μου ήταν αρκετό '' της είπε.
Τον κοίταξε περιφρονητικά
- '' Δεν νομίζω πως θα το άντεχα αυτό ούτε για λίγα δευτερόλεπτα.. ''
Φεύγοντας νόμισε πως την άκουσε να γελάει.
Περπάτησε πάνω από είκοσι λεπτά για να φτάσει στο σπίτι του και τα γέλια εκείνα λες και τον είχανε πάρει στο κατόπι
Έσπρωξε με το πόδι την πόρτα να την κλείσει, πέταξε το ψωμί πάνω στο τραπέζι και έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι με τις παλάμες στα μάτια του ,προσπαθώντας να κρυφτεί από το φως.
Ένιωθε τόσο ευάλωτος
Γιατί χωρίς να το θέλει, μαζί με τα λίγα λόγια που της ειπε , της έδωσε και το κλειδί της ψυχής του.
Και δεν θα μπορέσει να νιώσει ξανά ποτέ ασφαλής μέσα στον κλειδωμένο του κόσμο....
Α.Π.
ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ
Αυτό ήταν το δικό του ξύλινο κάστρο.
Το παλιό παγκάκι στην άκρη του χορταριασμένου μονοπατιού..
Από εκεί ψηλά μπορούσε να κοιτάζει την πόλη και το λιμάνι της , την παλιά πέτρινη γέφυρα και τον φάρο .
Δυο-τρεις σανίδες είχαν απομείνει και οι σκουριασμένες πρόκες που τις συγκρατούσαν, πολεμώντας με τον χρόνο.
Ακόμη όμως μπορούσε να δει σε μία από αυτές χαραγμένο το όνομά της ..
Δεν τόλμησε ποτέ να γράψει το δικό του δίπλα στο δικό της.
Δεν θα το άντεχε αυτό το ψέμα ..
Ο ήλιος λίγο πριν βυθιστεί στη θάλασσα έβαψε με αίμα τα σύννεφα .
Η τελευταία του ήλιου αχτίδα έπεσε στην σάπια σανίδα ,εκεί στο κενό δίπλα στο όνομα της, εκεί που θα έπρεπε να είναι και το δικό του
Α.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου