άυπνος μες στο σκουριασμένο σου όνειρο
κοιτάς με λαχτάρα το μελαχρινό κορίτσι
που σου γνέφει από το καταπράσινο λιβάδι
Ο καβαλάρης στολισμένος με κόκκινα φτερά στα μαλλιά
μέρα μεσημέρι έρχεται κατά πάνω σου καλπάζοντας
σηκώνοντας την σκόνη του χρόνου
έχει ραμμένη την στολή του
με τις αιώνιες του μέρες
και έχει κρύψει μές στις λέξεις
πότε ευχές , πότε φοβέρες
μες στη φαρέτρα του έχει όλα σου τα μυστικά
μα αν το βέλος που σου εκτόξευσε σε σκοτώσει
τότε η ζωή σου ήταν ένα ψέμα
Κοίτα που περιφέρεσαι
μέσα στο παραμύθι που γράφεις
μα φοβάσαι τόσο
που τον επίλογο του παραμυθιού
θα τον διαλέξεις εσύ
Μα είναι και αυτοί
που σκουπίζουν
τον ήχο της βροχής από το τζάμι
και εγώ ξεχασμένος
άυπνος μέσα στο λήθαργο μου
χωρίς ούτε το όνειρο
να μπορεί να με ξυπνήσει
Ο σοφός ο ινδιάνος,
μου δείχνει ένα πεφταστέρι
εγώ χαμήλωσα το βλέμμα μου
κοιτάζοντας το χώμα
μα όλοι γνωρίζουν,
ότι εσύ πάντα κρατούσες το μολύβι
για να γράψεις αυτό που διάλεξες για τέλος
ότι σε αυτό που παίζεις το παιχνίδι
κι ο νικητής είσαι μα και ο χαμένος
και αυτό από καιρό το ήξερες ήδη
μα ίσως καλύτερα να αφήσεις
το χρώμα και τον ήχο για επίλογο
και όσες σιωπές έχεις ανάγκη να μιλήσεις
βρες ένα βλέμμα και άφησέ τες
ένα βλέμμα να χωράει και το ναι και τον αντίλογο
Κι αν δεν βρεις,
το ποτάμι που θα ρέει,
κι αν ποτέ δεν καταλάβεις,
ίσως να μ’ εγώ που φταίει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου